- ἐσθίοντες
- едящихедящие
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐσθίοντες — ἐσθίω eat pres part act masc nom/voc pl εἰσθέω run into pres part act masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνειο — (Conium). Γένος διετών, δηλητηριωδών φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Conium maculatum, ιθαγενές της Ευρώπης. Πρόκειται για πόα με λείο και κοίλο βλαστό, ύψους έως 3 μ., με πράσινο χρώμα… … Dictionary of Greek
μαλλαθόντες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσθίοντες» … Dictionary of Greek